περιοκέλλω

περιοκέλλω
περιοκέλλω, prop. of a ship,
A run aground: metaph., εἰς ἐπιτηδεύσεις χειρίστας π. fall into the worst habits, D.S.12.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιοκέλλω — Α 1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω 2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»] …   Dictionary of Greek

  • κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”